Μεταφέρω πρακτικές, δοξασίες και έθιμα για την κύηση, τον τοκετό και τη λοχεία στην Ελλάδα την εποχή της Τουρκοκρατίας. Πολύτιμη πηγή αποτέλεσε η Ιστορία των Αθηναίων του Ακαδημαϊκού Δ. Καμπούρογλου καθώς και οι λεπτομερείς λαογραφικές αναφορές των Χ.Θ. Οικονομόπουλου και Αλ.Χ. Οικονομοπούλου. Τα πολύτιμα αυτά λαογραφικά στοιχεία είναι μεν συναρπαστικά, περιγράφουν όμως έναν αξιολύπητο Μεσαίωνα άγνοιας και δεισιδαιμονίας. Υπογραμμίζουν πόσο τυχεροί είμαστε που γεννάμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας στη σημερινή εποχή.
Προληπτικό αντίδοτο κατά του αμποδέματος ήταν να βάλουν κάτω από το στρώμα τρία δεματικά (βούρλα με τα οποία έδεναν τα δεμάτια τουσανού). Έστρωναν δε και ένα «γεργάθι» (σχοινί με πολλούς κόμπους , με το οποίο περιέβαλλαν τις στοιβάδες των αχύρων) και κοιμόνταν πάνω από όλα αυτά.
Η μαστίγωση της άτεκνης γυναίκας συνηθιζόταν από τα παιδιά στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς για γονιμότητα. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς χτυπούσαν την πόρτα στις στείρες, τις «μαρμάρες» του χωριού, με βέργα κρανιάς. Η στείρα άνοιγε διάπλατα την πόρτα για να «ανοίξει» και η κοιλιά της και να πιάσει παιδί. Την χτυπούσαν ελαφρά με τη βέργα στην κοιλιά κι έλεγαν τα κάλαντα για την ακληρία: «ούβρα, σούβρα, κουκουλούνδρα να σου πέψει ο Θεός παιδί και να κάτσεις σαν την κότα να γεννήσεις το παιδί, παιδί, παιδί».
Πολύτιμο όπλο για ευγονία ήταν τεμάχιο από παλιό δίχτυ, που ανήκε σε ψαρά που δεν ψαρεύει πλέον. Αυτό το έβαζαν κάτω από το νυφικό κρεβάτι και εν συνεχεία στα εικονίσματα και μετά την απόκτηση τέκνων, το έκρυβαν στο στήθος του παιδιού, «άπταιστον αντιφάρμακον κατά πάσης μαγείας».
Το πρώτο φυλακτό, της ευτοκίας, ήταν για το «γκάστρι», για να διώξει τα κακά δαιμόνια, και περιείχε: ένα κωνσταντινάτο, μία αγία επιστολή, ένα εικονίδιο της Παναγίας, έναν αιματοστάτη από πηγμένο κρόκο κόκκινου αυγού που είχε μείνει στο εικονοστάσι της μαμής επί εννιά χρόνια, ένα χαρτί με εξορκισμούς του Άγιου Κυπριανού, μια δαγκάνα κάβουρα, ένα κοχυλάκι της «Πίζηλης», τρεις κόκκους λιβάνι, ένα φιδοκέφαλο, ένα καρφάκι, μπαρούτι ή τίμιο ξύλο.
Το δεύτερο φυλακτό, του ‘βυζαμού’, ήταν σχεδιασμένο να προφυλάξει από τις ‘κακοσύνες του βυζιού’. Περιείχε τρία φύλλα γαλατσίδας (γαλακταγωγό βότανο), μία μαβιά χάντρα, για το μάτι και μία γαλανόπετρα, να είναι γλυκό το γάλα.
Το τρίτο φυλακτό κρεμιόταν στο κεφάλι του κρεβατιού και ήταν το ‘Δεσμωτήριο του Κακού’. Περιείχε όλα τα απαγορευμένα βότανα, φύλλα, ρίζες: απήγανο, αψιθιά, θρούμπι, λισφάκι, άγχουσα, χελιδονόχορτο, δρακοντιά, λυχνάκι, σκάρφη, μανδραγόρα.
Τον πέμπτο, έβδομο και ένατο μήνα η έγκυος «έπαιρν’ αίμα» (δηλαδή της έκαναν αφαίμαξη) για να γεννήσει εύκολα. Τον πέμπτο και τον έβδομο από το βραχίονα και τον ένατο από το πόδι.
Η έγκυος δεν επιτρεπόταν να φάει λαγό για να μη «λαγοκοιμάται» το παιδί ούτε και σαλιγκάρια για «να μη γίνει σαλιάρικο». Απαγορευόταν επίσης το χοιρινό «για να μη σκέφτεται το παιδί σαν το γουρούνι». Απέφευγαν τις κόκκινες πιπεριές για να μη βγει το παιδί με αγγειώματα στο πρόσωπο. Απαγορευόταν η βρώση χελιού γιατί θα γλίστραγε το παιδί και θα αργούσε να περπατήσει.
Οι έγκυες των λαϊκών τάξεων παρουσίαζαν ιδιόρρυθμες διαστροφές της όρεξης και προτίμηση σε αηδιαστικές τροφές, τα λεγόμενα «πιθυμητούρια». Δεν έπρεπε οι συγγενείς να το αποτρέψουν γιατί αυτό χειροτέρευε, και η έγκυος κρυφά έτρωγε κυρίως όστρακα από αρχαία πήλινα αγγεία που με την πάροδο των ετών είχαν γίνει μαλακά και ροκανίζονταν σαν παξιμάδια. Επίσης έτρωγαν μαλακές πέτρες και κόκαλα από σουπιές. Προτιμούσαν δε το αργιλούχο χώμα κοντά σε αρχαίους ναούς και το έλεγαν «Αγιόχωμα»: «Το Αγιόχωμα το τρώει η γκαστρούδα γιατί το ζητάει τα’ αγκάστρι της για να μη σπάσουν τα νερά και αποβαρθεί (αποβάλει)», έλεγαν οι μαμές.
Όταν μία γυναίκα είχε το κακό να μη βαστάει παιδί, όταν έμενε έγκυος της κρεμούσαν στο λαιμό την «κρατητήρα». Ήταν ένα λιθάρι που έπεφτε από τον ουρανό (αερόλιθος) στρογγυλό και κίτρινο σαν τον κρόκο του αυγού. Το είχαν δεμένο με ασήμι και περασμένο με γαϊτάνι γαλάζιο.
Ήταν πολύ κακό να ‘διασκελίσει’ κάποιος μία έγκυο γυναίκα, έστω και καθιστή, με απλωμένα τα πόδια της. Αυτό θα έφερνε δυστοκία και ακόμα χειρότερα, θα έπνιγε το μωρό. Ο απρόσεκτος διασκελιστής όφειλε να ξαναδιασκελίσει αντιθέτως. Τούτο κάπως μετρίαζε το κακό.
Η γκαστρωμένη δεν άλεθε καφέ με το χειρόμυλο για να μη διπλώσει ο λώρος στο λαιμό του παιδιού.
Απαγορευόταν το άναμμα κεριών για να μη γεννηθεί κίτρινο το παιδί σαν το κερί.
Δεν τυλίγει σπάγκο ή νήμα για να μη βγει «κουβάρι» το παιδί στη γέννα.
Δεν έπρεπε να τρώγει κρεμμύδια για να μη χοντραίνει και κονταίνει ο λώρος του παιδιού .
Δεν έβαζε χωνί στο μπουκάλι για να μη δυστοκίσει.
Δεν έβαζε κλειδί στη μέση της (στο ζωνάρι) για να μη γίνει το παιδί κλειδοχείλης (λαγόχειλος).
Δεν έραβε τους τελευταίους μήνες για να μην έχει δυνατούς πόνους στη γέννα.
Για να μη γεννηθεί το μωρό ανάποδα δε γύριζε τα ρούχα ανάποδα στο πλύσιμο, δεν έβαζε τα ξύλα στη φωτιά ανάποδα και δε γύριζε τα έντερα του γουρουνιού ανάποδα στα χοιροσφάγεια.
Σε πολλά νησιά οι έγκυες την ημέρα της Αναλήψεως την ονομάζουν «σαράντα τσούματα» (κύματα). Πήγαιναν το βράδυ εκείνο κι έπαιρναν θαλασσινό νερό από σαράντα κύματα κι έβρεχαν την κοιλιά τους για να «αναληφθούν οι κακογκαστριές» και να ευκολογεννήσουν. Άλλες το έπαιρναν «αμίλητες» και το φύλαγαν σαν αγιασμό στο εικονοστάσι. Την ώρα της γέννας το έδιναν στη μαμή να τις «σκελίσει», να βρέξει δηλαδή τα γεννητικά της όργανα για να γεννήσει εύκολα.
Θεωρείτο καλό η εγκυμονούσα να κάνει λειτουργία σε ερημοκλήσι, να «ανοίξη ρημοκκλήσι». Προτιμούσαν μάλιστα πολύ τον Άγιο Ελευθέριο στον Ελαιώνα. Την ημέρα της γιορτής του μάλιστα την τηρούσαν και τη γιόρταζαν και ποτέ δεν «έπιαναν βελόνα στο χέρι».
Οι έγκυες για να είναι «καλογεννήτρες», έπρεπε να τρώνε όλες τις επιούσιες τροφές (ψωμί, κρασί, λάδι, μέλι, βούτυρο, γάλα, τυρί, αυγά, χόρτα, όσπρια κ.α.) Μπορούσαν να τρώγουν χωρίς εμπόδιο «ότι ρεχθεί το γκάστρι τους», ακόμα και τη Μεγάλη Παρασκευή. Και το κρέας επιτρεπόταν, αρκεί να ήταν καλοψημένο και σταυρωμένο.
Γιατροσοφίον για γυναίκα που δυσκολογεννούσε:
«Ρήζαν αρπαρόριζαν δρ. 16
φλούδα ταμαρισκού 16 δρχ.
Κανέλλα 2 δρχ.
σκόνη του σιδήρου 20 δρ.
Τσικολάτα 4 δραμ.
Όλα να γίνουν ψιλή σκόνη, έπειτα βάλε τα εντός βουκαλίου με άσπρον κρασί ρήψον εντός αυτού ένα λεμόνι με τας φλύνδας του θα σταθεί 4 ημέρας και η γυναίκα να πίνει μισό φλιτζάνι του καφέ πρωί-βράδυ και θα ευκολογεννήσει».
Αν μία έγκυος μάθαινε ότι σε μία άλλη γυναίκα είχαν αρχίσει οι πόνοι, της έστελνε ένα λευκό μαντήλι στο σπίτι της ως ευχητήριο μήνυμα και για τις δύο.
Δεν παρευρισκόταν όμως ποτέ στον τοκετό της άλλης γυναίκας, από φόβο μήπως «πάρει» τους πόνους και κακογεννήσει η ίδια.
Η έγκυος, για να γεννηθεί εύκολα το παιδί, φρόντιζε να ετοιμάζει τα σπάργανα τη μέρα που είχε λιακάδα και όχι συννεφιά. Τα άφηνε από τη μία μεριά άραφτα και, όταν τελείωνε, δεν επιτρεπόταν να τα τυλίξει ρολό για να μην τυλιχθεί το παιδί μέσα στην κοιλιά με το λώρο, αλλά τα δίπλωνε για να ξεδιπλωθεί εύκολα και το παιδί.
Όταν η μαμή υποψιαζόταν ότι η επίτοκος θα είναι κακογεννήτρα, της έκανε το λεγόμενο «τρυποπέρασμα». Την έβαζε να περάσει μπουσουλώντας από τη στενή είσοδο μικρής σπηλιάς (ριζοσπηλάκι). Αυτό έπρεπε να είναι κοντά σε πηγή ή ποτάμι με ιτιές και η έγκυος προσευχόταν ενόσω μπουσουλούσε και μασούσε φύλλα ιτιάς. Αν τύχαινε τελικά να γεννήσει η γυναίκα σε τέτοιο ριζοσπηλάκι, το μωρό το βάφτιζαν Σπήλιο.
Οι εγκυμονούσες μετέβαιναν στο λόφο των Μουσών, όπου τώρα είναι το Αστεροσκοπείο, κάθονταν σε καθορισμένο ομαλό βράχο και αφήνονταν να κυλήσουν στο έδαφος. Η ολισθηρή αυτή πέτρα ονομαζόταν ‘ξουλιάστρα’, τέτοιες «γκαστρωμένες πέτρες» αναφέρονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Πήγαιναν μαζί με τη μαμή, η οποία είχε ζυμώσει με αλεύρι και αλάτι μια «αλμυροκουλούρα». Πριν αρχίσει τις «γλύστρες», η επίτοκος έπρεπε να τη φάει όλη και να λυσσάξει από τη δίψα.
Καθώς γλιστρούσε η γυναίκα έλεγε συγκεκριμένα ξόρκια, παρομοιάζοντας το ολίσθημα της με την ευτοκία. Ήταν μάλιστα ευτύχημα αν αυτό το κύλημα της εγκύου γινόταν την τρίτη ημέρα της Λαμπρής. Η μαμή έπαιρνε χώμα από τη βάση του βράχου, έσπαγε και τρία αυγά κι έφτιχνε με μάλλινο ύφασμα ένα έμπλαστρο, το «καλογεννητήρι», που το κολλούσε στη μέση της εγκύου.
Τον τελευταίο μην το παιδί «έπαιρνε την τούμπα» με την προσταγή της Παναγίας. Λέγανε τότε ότι εμπήκε στο δρόμο της Παναγίας ή ότι «εμπήκε το αδράχτι στο σφοντύλι». Για να βρεθεί στο δρόμο της Παναγίας, η έγκυος έπρεπε να πάρει τρεις Μεταλαβιές, να κάνει τρεις «περπατοζωσιές» γύρω από την εκκλησία και να τρώγει μέλι και γάλα τις τρεις τελευταίες εβδομάδες και ναπίνει δροσερό νερό με τριες «νυχιές» σόδα στο όνομα της Θεοτόκου. Η μαμή με το αφουγκραστήρι της (κοιλιοσκόπιο) άκουγε τη συνομιλία του μωρού με την Παναγία, δεν εννοούσε τα λεγόμενα, καθησύχαζε πάντως την έγκυο.
Όταν περνούσαν οι μέρες και δε γεννούσε η γυναίκα, η μαμή έσπαγε τα νερά με το ράμφος μαύρου πετεινού (τον είχε φέρει από νωρίς στο σπίτι για να διώξει τα δαιμονικά πνεύματα).
Η έναρξη του τοκετού παρέμενε μυστική για να μην «βουίζεται» η ετοιμόγεννη από τη γλωσσοφαγιά του κόσμου. Καλούσαν τη μαμή με κάθε μυστικότητα, έκλειναν πόρτες και παράθυρα και έβαζαν στις γωνίες του σπιτιού μικρούς καλαμένιους σταυρούς, για να μην εισβάλλουν τα πονηρά πνεύματα. Έρχοταν τότε η κυρά μαμή να την «μπουχίσει» με το «ευκολονέρι» που είχε φέρει αμίλητη από τη βρύση (αμίλητο νερό). Την έβρεχε στο λαιμό, το στήθος, την κοιλιά, τα ριζομήρια και τα ακρόποδα και ευχόταν: «Καλή ευκολία τσούπα μου και καλή ξελευτεριά. Να δώσει η Παναγία και ο Άη Λευτέρης να λευτερωθείς κόρη μου με μια γλυκιά φωνή»!!
Όταν, μετά το σπάσιμο των νερών δεν ξεκινούσαν οι πόνοι, η μαμή προχωρούσε σε επίσπευση του τοκετού. Ένας τρόπος ήταν να σφάξουν μία γουρούνα, έπαιρναν το αιδοίο της, το έψηναν, και το έδιναν στη γυναίκα να το φάει, για να γεννήσει γρήγορα, σαν γουρούνα. Επίσης η μαμή έπαιρνε τον σκούφο του συζύγου και το έτριβε («σκουφοτρίψιμο») στο πρόσωπο της επιτόκου για να αρχίσουν οι πόνοι.
Όταν η επίτοκος υπέφερε και φοβόταν και ο τοκετός δεν προχωρούσε, και ήταν ξαπλωμένη δίπλα στο τζάκι, η μαμή έβαζε το σύζυγο να ανέβει κρυφά στην καμινάδα. Έχυνε τότε αυτός νερό από ψηλά μέσα στη φωτιά και τη στάχτη του τζακιού. Η γυναίκα τρόμαζε και προχωρούσε ο τοκετός. Της έδιναν μάλιστα και να πιει ένα ποτήρι με νερό από αυτή τη στάχτη!
Σε περιπτώσεις πολύωρου τοκετού με αργή πρόοδο, η μαμή καλούσε το σύζυγο στο δωμάτιο. Τον πρόσταζε να ανοίξει το παράθυρο που έβλεπε προς την Ανατολή και να φωνάξει: «Σχιστείτε όρη και βουνά, η γυναίκα μου γεννά». Τότε η μαμή του έδινε τρεις χλωρούς κλώνους μυρτιάς, λυγαριάς ή κρανιάς για να χτυπήσει τη γυναίκα του στη μέση τρεις φορές λέγοντας: « Εγώ σε φόρτωσα και σε βαρώ για να σε ξεφορτώσω και να μου κάνεις σερνικό παιδί!» Γι’ αυτό η ετοιμόγεννη λέγεται από το λαό «φορτωμένη» και «βαρεμένη».
Με την ολοκλήρωση της διαστολής, η μαμή έδινε εντολή να ανοίξουν πόρτες και παράθυρα, ντουλάπια και συρτάρια και ό,τι ήταν κομποδεμένο να λυθεί. Επίσης έπρεπε να υπάρχει κάτω από το στρώμα ένα καλά τροχισμένο ψαλίδι (για να κάμει η μαμή την ψαλιδιά- περινεοτομή), ένα κομάτι από δίχτυ ψαράδικου (για να σκεπάσει το τραύμα) και τρία φλασκιά ή άδειες μπουκάλες για να ξεφυσάει η έγκυος (το λεγόμενο «φυσούνισμα») και να ανοίξει η «κούπα» της.
Το Λευτεροσφόντυλο ήταν ένα μεγάλο ξύλινο σφοντύλι που η επίτοκος το συγκρατούσε σφιχτά ανάμεσα στα χείλη και τα δόντια της. Αναγκαζόταν έτσι να εκπνέει αέρα από τη μύτη μέσα από τη μικρή τρύπα του σφοντυλιού κατά τις εξωθήσεις.
Όταν η επίτοκος ήταν αρχόντισσα από πλούσια «σειριά» (γένος), καλούσαν την Αρχοντομαμή που την έλεγαν και Τιμημένη. Κάθιζαν τη γυναίκα σε ειδικό κάθισμα, το Σέλλι, αφού πρώτα όμως έκαναν κλύσμα με το «σερβιτσάλι». Αν η επίτοκος ήταν φτωχή, την έβαζε η μαμή του χωριού πάνω σε όρθια στημένο σαμάρι γαϊδούρας.
Το ύστερον δεν το έθαβαν αλλά το εξέθεταν στα άστρα. Όταν γεννιόταν το παιδί, πρώτα το πότιζαν με ζουμί του ροδιού και έπειτα το αλάτιζαν, δηλαδή έβαζαν μία κουταλιά αλάτι και δύο νισεστέ στο λουτρό του, για να γίνει «νόστιμος άνθρωπος». Το πρώτο πουκάμισο που φορούσαν στο μωρό μόλις γεννιόταν δεν έπρεπε να είναι καινούργιο – κατασκευαζόταν από παλιό του πατέρα του.
Αν το παιδί γεννιόταν με προσωπίδα, την αφαιρούσαν και την άπλωνα σε «καινούργιο θυμάρι να στεγνώσει». Κατόπιν την έριχναν σε τρίστρατο, να την διασκελίσει κάποιος «μεγαλοσιάνος». Μετά από 40 ημέρες τη λειτουργούσαν. Τέλος δε, την έκαναν χαϊμαλί και την κρεμούσαν στο λαιμό του μωρού.
Η μαμή υποχρέωνε το σύζυγο να κάνει υποχρεωτικά το «συμμέρισμα» στην ταλαιπωρημένη λεχώνα γυναίκα του. Προσποιείτο ότι είχε κι αυτός υστερόπονους κι όλα τα συμπτώματα (αρρενολοχεία) για να παρηγορήσει τη λεχώνα. Της έσφαζε και έναν μαύρο κόκκορα και της έδινε να φάει το βρασμένο στήθος του, που το έλεγαν «του πουλιού το γάλα» που ήταν δυναμωτικό και βοηθούσε να κατεβεί το γάλα.
Μόλις η λεχώνα ήταν έτοιμη να σηκωθεί από το κρεβάτι για πρώτη φορά, περιέζωναν αυτή και τον άνδρα της με την ίδια ζώνη. Έλεγαν διάφορες ευχές και λίγο λίγο τη χαλάρωναν, μέχρι να πέσει η ζώνη στεφανοειδής στα πόδια τους. Τότε ο σύζυγος της έδινε μια σιδερένια σούβλα για να κρατηθεί και την υποβάσταζε αυτός ή άλλος άντρας συγγενής «για να είναι αντρειωμένη».
Οι παρευρισκόμενοι στον τοκετό δεν έβγαιναν από το δωμάτιο πριν αναγνωσθεί η ευχή από τον ιερέα. Στο μαντήλι της λεχώνας έραβαν- για το κακό μάτι- Κωνσταντινάτο και δαχτυλίδι, με γαλάζιες πέτρες, για να κατεβάσει πολύ γάλα.
Αν μία γυναίκα δεν ήταν παρούσα στον τοκετό, απαγορευόταν να δει στη συνέχεια τη λεχώνα για δέκα ημέρες, εάν δε η γυναίκα αυτή έπασχε από μητρορραγίες, για σαράντα ημέρες. Όσοι μιλούσαν στη λεχώνα έπρεπε να είναι χαμηλόφωνοι. Να λένε λίγα και όχι ό,τι τους κατέβει. Πράγματα ευχάριστα, αλλά να μην προκαλούν ξεκαρδιστικό γέλιο. Η λεχώνα, έλεγαν, είναι «δειλό πράγμα».
Το πρώτο φαγητό της λεχώνας ήταν η παράξενη κρομμυδερή. Δηλαδή κρεμμύδι ή πράσσο ψιλοκομμένο, με πολύ λάδι μαγειρεμένο- για να «βαλσαμώσουν τα μέσα της». Επιπλέον έτρωγε αμύγδαλο κοπανισμένο, πίγουλη (ζυμαρικό του σπιτιού) βρασμένη και ζεστό μαύρο κρασί. Μετά οκτώ ημέρες «αρτύνετο», έτρωγε δηλαδή βραστή όρνιθα.. Νερό δεν έπινε αλλά γλυκάνισο βρασμένο.
Το βράδυ της Τρίτης ημέρας μετά τη γέννηση του παιδιού αναμένονταν οι Μοίρες να έρθουν να επισκεφθούν και να ‘μοιράνουν’ το νεογέννητο. Η λεχώνα τηρούσε ‘άκρα σιγή’ για να μη της πάρουνε οι Μοίρες τη μιλιά. Άνοιγαν τις πόρτες όλες, έδεναν τα σκυλιά και είχαν αναμμένο φως όλη τη νύχτα. Στο προσκέφαλο του μωρού έβαζαν, αν ήταν αγόρι, μαχαίρι χωρίς το θηκάρι του και ένα βιβλίο-αν ήταν κορίτσι, βαμβάκι και αδράχτι. Στο τραπέζι έβαζαν κανάτι με μέλι Υμηττού, τρία αμύγδαλα, ένα καρβέλι ψωμί και ένα ποτήρι νερό. Το πρωί έχυναν το νερό στις τέσσερεις γωνίες του σπιτιού.
Όταν η λεχώνα είχε πολύ γάλα, κρεμούσαν στο λαιμό της με κόκκινο γαϊτάνι μία γουρναττζίδα (είδος κοχυλιού) και μία γαλαζόπετρα- για να μη ματιαστεί το γάλα της και στερέψει. Καθρέφτη δεν έδιναν στη λεχώνα για να μη δει το πρόσωπο της ωχρό και φοβηθεί. Τα ρούχα της δεν τα άφηνα τη νύχτα έξω- ούτε και του νεογέννητου τα ρουχαλάκια- για να μη τα δουν τα αστέρια. Στα ρούχα που φορούσε η λεχώνα όταν γέννησε, έκαναν εννέα ψαλιδιές για να κάνει εννέα γιους.
Όταν γεννιόταν αγόρι και ήταν λειψό το φεγγάρι, το επόμενο παιδί θα ήταν κορίτσι, αν ήταν γεμάτο φεγγάρι, το επόμενο θα ήταν πάλι αγόρι. Όταν γεννιόταν κορίτσι, ίσχυαν τα αντίθετα.